κοντοστέκω

κοντοστέκω
κοντοστέκομαι αμετ
1) останавливаться, задерживаться ненадолго; резко останавливаться; 2) перен. колебаться, сомневаться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κοντοστέκω" в других словарях:

  • κοντοστέκω — και κοντοστέκομαι κοντοστάθηκα 1. σταματώ απότομα ενώ βαδίζω. 2. διστάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοντοστέκω — και κοντοστέκομαι (Μ κοντοστέκω) (ενεργ. και μέσ.) σταματώ για λίγο ενώ βαδίζω, ανακόπτω την πορεία μου για λίγο, περιμένοντας ή διστάζοντας νεοελλ. διστάζω, αμφιβάλλω («γιατί, γιατί μού κοντοστέκεις; τί τόση θρέφεις στην καρδιά σου δείλια»,… …   Dictionary of Greek

  • κοντοστέκω — κοντοστέκομαι και κοντοστέκω, κοντοστάθηκα βλ. πίν. 207 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κοντ(ο)- — (ΑM κοντ[ο] και κονδο ) α συνθετικό λέξεων που προέρχεται από το επίθ. κοντός / κονδός, ή, ό ή από το επίρρ. κοντά και δηλώνει ότι το β συνθετικό: 1. είναι κοντός, μικρός, βραχύς (πρβλ. κοντοβράκι, κοντόχειρ, κονδοήλικος, κονδόθριξ) 2. βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

  • κοντοστένομαι — (Μ) κοντοστέκω, σταματώ για λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + στένομαι «στέκω»] …   Dictionary of Greek

  • κοντοστέκομαι — και κοντοστέκω, κοντοστάθηκα βλ. πίν. 207 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»